- φιλοπένταθλος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσει το αγώνισμα τού πεντάθλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πένταθλος / πένταθλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπεντάθλων — φιλοπένταθλος fond of the masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)